- τζαμώνω
- μετ. вставлять стёкла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζαμώνω — Ν [τζάμι] τοποθετώ τζάμι σε πλαίσιο πόρτας, παραθύρου, φωτογραφίας ή ζωγραφικού πίνακα … Dictionary of Greek
τζαμώνω — τοποθετώ τζάμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζαμωτός — ή, ό, Ν [τζαμώνω] αυτός που έχει τζάμια ή είναι φραγμένος με τζάμια (α. «τζαμωτή πόρτα» β. «τζαμωτός θόλος») … Dictionary of Greek